περιστοιχίζει

περιστοιχίζει
περιστοιχίζομαι
pres ind mp 2nd sg
περιστοιχίζομαι
pres ind act 3rd sg
περιστοιχίζω
surround as with toils
pres ind mp 2nd sg
περιστοιχίζω
surround as with toils
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εθναρχία — η (AM ἐθναρχία) [εθνάρχης] νεοελλ. 1. το αξίωμα τού εθνάρχη 2. η έδρα τού εθνάρχη 3. το συμβούλιο που τον περιστοιχίζει (αρχ. μσν.) χώρα που διοικείται από εθνάρχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”